Τάρφη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάρφη — τάρφος thicket neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τάρφος thicket neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρφέων — Τάρφη fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τάρφην — Τάρφη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τάρφης — Τάρφη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ТАРФА — • Tarphe, Τάρφη, город локров у горы Кнемиды в лесистой местности (Ноm. Il. 2, 533). Страбон едва ли верно отождествляет его с позднейшим городом Φαρύγαι, который, вероятно, тождествен с Ναρύκη, родиной Аякса Малого. Diod. Sic. 14, 82 … Реальный словарь классических древностей
Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… … Dictionary of Greek